- τσιτσιρίζω
- τσιτσίρισα, και τσιρτσιρίζω1. αμτβ., βγάζω συριστικό ήχο (για κρέας που καίγεται ή λάδι ή βούτυρο που τηγανίζεται), τσιρίζω.2. μτφ., βασανίζω κάποιον αργά, αλλά συνέχεια: Οι Γερμανοί τον τσιτσίρισαν στα κρατητήρια.3. τερετίζω (για πουλιά).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.